- τροχίσκιον
- τροχίσκ-ιον, τό, Dim. of sq., Sch.A.R.4.144.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχίσκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκιον — τὸ, Α [τροχίσκος] υποκορ. τού τροχίσκος … Dictionary of Greek